θαλαμηπόλος

θαλαμηπόλος
ο, η (AM θαλαμηπόλος, ό, ή)
αυτός ή αυτή που υπηρετεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τής κυρίας βασιλικού ή αρχοντικού σπιτιού και τη βοηθάει στο ντύσιμο, στον καλλωπισμό της κ.λπ.
νεοελλ.
ο καμαρότος πλοίου, ο υπεύθυνος για τη φροντίδα τών χώρων ύπνου και για την εξυπηρέτηση τών επιβατών ή τού προσωπικού
αρχ.
1. ευνούχος σε γυναικωνίτη
2. ευνουχισμένος ιερέας τής Κυβέλης
3. θηλ. ιέρεια τής Κυβέλης
4. επίθετο τής Αφροδίτης
5. φρ. «θαλαμηπόλος ὄρφνη» — γαμήλια νύχτα
6. ο γαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -πολος (< πέλω / πέλομαι)
το -η- λόγω τής αποφυγής αλλεπάλληλων βραχέων (πρβλ. αἰ-πόλος, ονειρο-πόλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θαλαμηπόλος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλος — ο, η ου, καμαριέρης: Ανέλαβε καθήκοντα θαλαμηπόλου σε κρουαζιερόπλοιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλαμηπόλοις — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem dat pl θαλαμηπόλος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλου — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem gen sg θαλαμηπόλος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλους — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem acc pl θαλαμηπόλος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλων — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem gen pl θαλαμηπόλος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλῳ — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem dat sg θαλαμηπόλος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλε — θαλαμηπόλος fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλοι — θαλαμηπόλος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλον — θαλαμηπόλος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”